Πού πάει;; Πού πάει;; Τώρα… ρωτάς όντως;
Γίνεται φυσαλίδες στην κρέμα του φρέντο καπουτσίνο που
παρήγγειλες ένα απόγευμα στο αγαπημένο σου μαγαζί, στην ιδανική πόλη.
Γίνεται σαπουνόφουσκες στα σκοινιά του περιπλανώμενου,
και κάπου ανάμεσα στις ίριδες που πλευρίζει ο ήλιος,
εκεί πάει και κουρνιάζει ο έρωτας γιατί δεν του αξίζει κάτι λιγότερο, κάτι πιο συνηθισμένο.
Γίνεται… αναπάντητα ερωτήματα.
Χάνεται ανάμεσα στους καπνούς των μπαρ που δε σύχναζες
παλιότερα.
Πηγαίνει και στρογγυλοκάθεται (ναι, στρογγυλοκάθεται) στο πίσω
βαγόνι της β’ αμαξοστοιχίας κι αναρωτιέται αν άξιζε που έμεινε τόσο καιρό στον
προηγούμενο σταθμό.
Κρύβεται κάποιες φορές -γιατί φοβάται ότι θα εξαφανιστεί
οριστικά- σε όλες εκείνες τις αναμνήσεις που δεν γίνεται να είναι τόσο απλές κι εσύ να τις βλέπεις μαγικές.
Κι όταν έρχεται η ώρα του να αποχωρήσει, γιατί πάντα
αποχωρεί, σε κοιτάζει με βλέμμα λάγνο και σου κάνει το σινιάλο κινητού τηλεφώνου
“hey babe… call me back” κι εσύ τον κοιτάς να
απομακρύνεται «Μα πού πάει; Πού πάει;» ρωτάς χωρίς να ξέρεις τους πιο πάνω,
τους επομένους σταθμούς… και αν όντως πάει σ’ αυτούς τότε γιατί να μην είστε
συνοδοιπόροι;
Beautifully put words. I tend to pen poems when love is gone from my station.
ΑπάντησηΔιαγραφήThank you very much!
ΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
Διαγραφή