Τα βουνά που
ενώνουν τις παραλίες της νότιας Κρήτης λέγονται Αστερούσια. Πήραν το όνομά τους
από τον πρώτο βασιλιά της Κρήτης, τον Αστέριο, αν και οι ντόπιοι το συνδέουν
λανθασμένα με τα εκατομμύρια αστέρια τους.
Αυτό το
καλοκαίρι πέρασα ένα μήνα να τα χαζεύω, αλλά αυτό το κείμενο δεν είναι ούτε για
τα βουνά, ούτε για τα αστέρια. Μιλάει για τη ζώνη της ασφάλειάς μας, τους σύγχρονους χίππηδες και τις λέξεις που εξαφανίζονται όταν τις χρειάζεσαι πιο
πολύ. Ή αλλιώς για τα τρία στάδια των μοναχικών ταξιδιών.
Το κακό με τα καλύτερα
ταξίδια είναι ότι δεν μπορείς να τα κάνεις με παρέα. Οι φίλοι σου ποτέ δε θα έχουν χρόνο. Ή λεφτά. Ή και τα δύο. Κι έτσι θα πρέπει να κάτσεις στα αυγά σου ή να τραβήξεις προς έναν καινούριο δρόμο, ακόμα κι αν τον φοβάσαι.
Αυτό είναι το πρώτο βουνό που συναντάς- ο φόβος. Αν το ξεπεράσεις, μην
ανησυχείς, ακολουθούν τόσα μεγαλύτερα που αυτό φαντάζει λοφάκι μπροστά τους.
Καταρχάς ξεκινώντας να ζήσεις την ζωάρα που είχες σχεδιάσει, τα πλάνα σου ναυαγούν το ένα μετά το άλλο. Ή που θα πετύχεις μα***άκυρους ανθρώπους στην αρχή, ή το μέρος θα είναι μάπα, ή τέλος, θα θυμηθείς έναν σωρό άσχετους λόγους για τους οποίους αξίζει να νιώθεις χάλια.
Αυτό οι επιστήμονες λένε ότι συμβαίνει επειδή βγαίνεις έξω από την comfort zone σου και τρομάζεις. Εγώ βέβαια επιμένω ότι όντας ξένος και παράταιρος κάπου, σαν τη μύγα μες στο γάλα, δεν ξέρεις τι να προσέξεις και πέφτεις με τα μούτρα πάνω στα σκατά. Όπως οι μύγες που ενώ βλέπουν το γαλατάκι, τρέχουν ενθουσιασμένες προς ... είπαμε πού.
Ας πούμε λοιπόν ότι αυτό είναι το πρώτο στάδιο του μοναχικού ταξιδιού – η Άρνηση. Μετανιώνεις χιλιάδες φορές που έκανες αυτή την επιλογή, αναρωτιέσαι τι στο καλό σκεφτόσουν, και φυσικά αρνείσαι να απολαύσεις την ομορφιά τριγύρω σου.
Αφού σκοντάψεις και γκρεμοτσακιστείς στα βουνά της Άρνησης, έρχεται η στιγμή που τα αποδέχεσαι. Για αυτό, ας ονομάσουμε το δεύτερο αυτό στάδιο έτσι - η Αποδοχή. Ως δια μαγείας, μετά τις βουνοπλαγιές, το τοπίο αρχίζει να φαίνεται ομορφούλικο και οι άνθρωποι φυσιολογικοί, ακόμα και ενδιαφέροντες. Κι αρχίζεις να θυμάσαι γιατί κίνησες γι' αυτή την Ιθάκη.
Στη δική μου περίπτωση, αντί για το οδύσσειο νησί, ο δρόμος με έφερε στα Μάταλα της Κρήτης. Εκεί
γνώρισα μεταξύ των άλλων, τους χίππηδές της. Όχι τα παιδιά των λουλουδιών,
ούτε αυτούς που τριγυρνάνε φορώντας λουλουδάτα t-shirt.
Άτομα σαν εμένα κι εσένα που κάπου, κάποτε, αποφάσισαν να αφήσουν τα λουλούδια
τους, τους κήπους και τα σπίτια τους και να αράξουν στα νοτιότερα της χώρας.
Δουλεύουν τόσο, όσο χρειάζεται για να επιβιώσουν. Όχι παραπάνω. Εμείς κυνηγάμε
αέναα τον επόμενο οικονομικό μας στόχο – ή μας κυνηγάει;
Τέλος, έρχεται το τρίτο
και καλύτερο στάδιο. Το στάδιο Γιατί Ρε Γαμώτο Να Περνάω Πάντα Τέλεια Στο
Τέλος. Η στιγμή που τα μέρη που ζεις σου φαίνονται παράδεισοι επί
γης, και τα άτομα που γνώρισες, παρέα που θα ήθελες να κουβαλήσεις πίσω
στην κανονική σου ζωή.
Για το δικό μου τρίτο
στάδιο, δεν βρίσκω λέξεις να περιγράψω πόσο όμορφο ήταν, οπότε θα αφήσω αυτή
την παράγραφο κενή.
Τις έψαχνα στους αφρούς
των κυμάτων που με καλημέριζαν, όταν ξυπνούσα μπροστά στη θάλασσα.
Τις έψαχνα όταν γυρνούσα το βλέμμα δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω, για να ρουφήξω τις
εικόνες, αλλά οι λέξεις μού ξέφευγαν και μπερδεύονταν με το χρώμα του
θαλασσοουρανού. Κι έτσι γύρισα πίσω με άδεια χέρια.
Μετά από τα τρία αυτά στάδια λοιπόν, έρχεται η στιγμή που παίρνεις τον πικρό δρόμο του γυρισμού. Όμως τον διαβαίνεις πια γεμάτος, και καινούριος εσωτερικά. Κι εύχεσαι αν την επόμενη φορά συναντήσεις ξανά βουνά, τουλάχιστον να σε οδηγήσουν στα αστέρια τους, να είναι δηλαδή, αστερούσια. 😉
Αφιερωμένο
στην Άντζελα, τον Κωστή, την Καλυψώ
και τους υπόλοιπους γλυκούς ανθρώπους που γνώρισα στα Μάταλα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου